ραβδοσκόπος

ραβδοσκόπος
ο, η, Ν
αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωρο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραβδοσκόπος — ο αυτός που με τη βοήθεια ραβδιού μαντεύει την ύπαρξη αντικειμένων, κυρίως νερού, μέσα στη γη: Για να βρουν νερό κοντά στο χωριό τους, προσκάλεσαν ακόμη και ραβδοσκόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραβδοσκοπώ — έω, Ν [ραβδοσκόπος] ενεργώ ραβδοσκοπία, είμαι ραβδοσκόπος …   Dictionary of Greek

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • ραβδομάντης — και λόγ. τ. ραβδόμαντις, ο, Ν αυτός που μαντεύει με τη χρήση ράβδου, ραβδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + μάντις / μάντης. Η λ., στον τ. ῥαβδομάντεις, μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • ραβδοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραβδοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στον ραβδοσκόπο ή αυτός που γίνεται με ραβδοσκοπία («ραβδοσκοπική έρευνα») …   Dictionary of Greek

  • ραβδομάντης — ο ραβδοσκόπος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροσκόπος — ο αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις των υπόγειων αποθεμάτων νερού, ο ραβδοσκόπος (όταν χρησιμοποιεί γι αυτό ειδικό μικρό ξύλινο ραβδί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”