ραβδοσκόπος — ο αυτός που με τη βοήθεια ραβδιού μαντεύει την ύπαρξη αντικειμένων, κυρίως νερού, μέσα στη γη: Για να βρουν νερό κοντά στο χωριό τους, προσκάλεσαν ακόμη και ραβδοσκόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδοσκοπώ — έω, Ν [ραβδοσκόπος] ενεργώ ραβδοσκοπία, είμαι ραβδοσκόπος … Dictionary of Greek
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ραβδομάντης — και λόγ. τ. ραβδόμαντις, ο, Ν αυτός που μαντεύει με τη χρήση ράβδου, ραβδοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + μάντις / μάντης. Η λ., στον τ. ῥαβδομάντεις, μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο] … Dictionary of Greek
ραβδοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραβδοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στον ραβδοσκόπο ή αυτός που γίνεται με ραβδοσκοπία («ραβδοσκοπική έρευνα») … Dictionary of Greek
ραβδομάντης — ο ραβδοσκόπος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροσκόπος — ο αυτός που έχει την ικανότητα να καθορίζει τις θέσεις των υπόγειων αποθεμάτων νερού, ο ραβδοσκόπος (όταν χρησιμοποιεί γι αυτό ειδικό μικρό ξύλινο ραβδί) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)